4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Καββαθάς

ΕΝ ΛΕΥΚΩ

«... αδιαφορώ γι’ αυτό που μπορεί να σκέπτεται ή να νομίζει κάποιος που δεν είχε την τύχη να έχει ένα Δάσκαλο σαν τον Πέτρο ή τον Καθηγητή μου στο Λύκειο Γκιζελή Δημήτριο Καββαθά. Και οι δύο καίνε σαν μικρές φωτιές στη μνήμη μου. Και οι δύο βοήθησαν με αγάπη, υπομονή, θάρρος και αυταπάρνηση να ξεστραβωθώ, να γίνω αυτό που έγινα - που μπορεί να μην έχει και μεγάλη σχέση με όσα ονειρεύτηκαν!...»

Το πέρασμα του χρόνου
Όσοι διαβάζετε από ενδιαφέρον ή... διαστροφή τα κείμενά μου ίσως θυμάστε τις αναφορές μου στο βιβλίο «Jonathan Livingston Seagull» όπου ο συγγραφέας του, Richard Bach, χρησιμοποιεί μια παραβολή για να πει στα παιδιά τη μεγάλη σημασία που έχουν στην ανάπτυξη του χαρακτήρα τους οι (καλοί) δάσκαλοι. Αντί να χρησιμοποιήσει ανθρώπινους χαρακτήρες, ο Bach περιγράφει τη ζωή του νεαρού... γλάρου Jonathan και του δασκάλου του. Ο Jonathan κάνει τις πρώτες του προσπάθειες να πετάξει, κάνει λάθη και ζητά τη βοήθεια ενός από τους μεγαλύτερους γλάρους, που ονομάζεται Fletcher. Το βιβλίο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Δάσκαλος δίνει στο Μαθητή, στα πρώτα μαθήματα, τα λάθη και τις υπερβολές και την αίσθηση της ικανοποίησης, της ελευθερίας και της επιτυχίας που αισθάνεται ο κάθε πιλότος, όταν, τελικά, μάθει να πετάει σωστά.
Στις 10 Νοεμβρίου έφυγε απ’ τη ζωή ο Πέτρος Τσακωνιάτης, ο δικός μου «Fletcher», ο άνθρωπος που όχι μόνο με έμαθε να πετάω ανεμόπτερα και αεροπλάνα, αλλά να σκέπτομαι, να πολεμάω, να αμφισβητώ. Αυτός μου χάρισε τα πρώτα βιβλία, με έμαθε να συζητάω και, με τρόπο που όλοι οι καλοί δάσκαλοι γνωρίζουν, έβαλε τα θεμέλια πάνω στα οποία έχτισα την υπόλοιπη ζωή μου.
Ο Πέτρος ξεκίνησε την καριέρα του πετώντας Spitfire ως απόφοιτος της -τότε- Σχολής Εφέδρων Χειριστών Αεροπορίας. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν έριξε ούτε μία σφαίρα εναντίον του ΕΛΑΣ, αλλά προσγειώθηκε στη... Γιουγκοσλαβία και ζήτησε άσυλο! Με το τέλος του πολέμου εργάστηκε ως κυβερνήτης σε αεροπορικές εταιρείες του Κόλπου και κατέληξε στην Ολυμπιακή, από την οποία έφυγε, ύστερα από δεκαετίες, ως κυβερνήτης Boeing 747 «Jumbo». Τα χρόνια πέρασαν, τα όνειρα έσβησαν και τα περισσότερα από τα σημερινά παιδιά πνίγηκαν σε ωκεανούς φραπόγαλου. Έτσι, δεν είμαι σε θέση να πω αν υπάρχουν ακόμα νέοι που να καταλαβαίνουν τη σημασία της «πτήσης», είτε είναι πραγματική είτε αποτελεί εσωτερικό ταξίδι του καθενός. Aκόμα, δεν ξέρω αν η νοσταλγία που βγαίνει μέσα απ’ τις αράδες βρίσκει απήχηση στον αναγνώστη ή αν φαίνεται σαν άσκηση τόνωσης ηθικού κάποιου που, εδώ και επίσης πολλές δεκαετίες, έχει πάψει να είναι νέος - στην ηλικία. Ειλικρινά, αδιαφορώ γι’ αυτό που μπορεί να σκέπτεται ή να νομίζει κάποιος που δεν είχε την τύχη να έχει ένα Δάσκαλο σαν τον Πέτρο ή τον Καθηγητή μου στο Λύκειο Γκιζελή Δημήτριο Καββαθά. Και οι δύο καίνε σαν μικρές φωτιές στη μνήμη μου. Και οι δύο βοήθησαν με αγάπη, υπομονή, θάρρος και αυταπάρνηση να ξεστραβωθώ, να γίνω αυτό που έγινα - που μπορεί να μην έχει και μεγάλη σχέση με όσα ονειρεύτηκαν! Τον συνάντησα σε ηλικία 12 ετών στα γραφεία της -τότε- Ένωσης Αερομοντελιστών Αθηνών, στη οδό Νεοφύτου Βάμβα 10, όπου πήγα να αγοράσω balsa και ειδικό χαρτί επικάλυψης, για να αντικαταστήσω τα πρωτόγονα υλικά με τα οποία έφτιαχνα τα μοντέλα ανεμοπτέρων και αεροπλάνων που παρήγαγα με πάθος στο σπίτι της οδού Φωτομάρα στο Νέο Κόσμο. Τον ρώτησα με τι ασχολούνταν. Απάντησε πως ήταν πιλότος Spitfire και η φαντασία μου πήρε φωτιά. Βλέπετε, κάθε Κυριακή όλα τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίναμε (με τα πόδια) από το Νέο Κόσμο στο Χασάνι (έτσι ονομαζόταν τότε το αεροδρόμιο Ελληνικού), για να χαζέψουμε τα παρκαρισμένα Spitfire και Hurricane της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, τα οποία περίμενα να κάνουν «σέρβις» στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων που τότε λειτουργούσε και τώρα προορίζεται να γίνει εκθεσιακό κέντρο, σουπερμάρκετ ή κάτι ανάλογο, για να χορτάσουν και οι γαλάζιοι, μια και οι πράσινοι έφαγαν αρκετά με την καταστροφή των αεροδρομίων Ελληνικού και Μαραθώνα.
Τα χρόνια από το ’52 μέχρι το ’60 ήταν κάτι περισσότερο από «μαγικά» για το μαθητευόμενο «γλάρο». Θυμάμαι τις ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου που «έγραφαν» στη σκόνη από την άχνη του ξύλου που σηκωνόταν, καθώς ο Πέτρος και άλλοι, που έχουν εδώ και χρόνια πετάξει γι’ αλλού, έτριβαν με σμυριδόπανο τους νομείς των πτερύγων ενός ελληνικού ανεμοπτέρου που το ’λεγαν «Γλαράκι». Βοηθούσα όπως μπορούσα και, την ίδια στιγμή, μάθαινα να κόβω ξύλα, να κολλάω πανί σε πτέρυγες και άτρακτο, να ματίζω συρματόσχοινα, να καταλαβαίνω πώς λειτουργούν τα βασικά όργανα ενός αεροσκάφους...
¶ντε πάλι ποδαρόδρομος... Νέος Κόσμος-Νέο Φάληρο και πίσω. Μέχρι να τελειώσει το «Γλαράκι», να το πάνε στα Μεσόγεια, να δουν αν πετάει. Τελικά, όχι μόνο πέταξε, αλλά ήταν και το σκάφος με το οποίο πολλοί πιονιέροι έκαναν την πρώτη τους πτήση solo. Ακολούθησε η κατασκήνωση στα Μέγαρα, όπου την πρώτη μας νύχτα ήλθε η μητέρα όλων των καταιγίδων κι έκανε τα πάντα «λίμπα». Σ’ εμένα χάρισε την μητέρα όλων των... πνευμονιών - αχ, μακαρίτισσα μάνα, τι τράβηξες για τον κανακάρη που δεν καθόταν λεπτό ήσυχος και, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, όλο σε αεροδρόμια ξημεροβραδιαζόταν, όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν ποδοσφαιράκια ή ξυλίκι κι έκαναν πατίνι στην Αναπαύσεως και τη Συγγρού - τόσο λίγα ήταν τ’ αυτοκίνητα τότε!
Και, μετά τη Πάχη Μεγάρων, ήλθε η σειρά του αεροδρομίου Τριπόλεως, με το μοναδικό καλό πράγμα που έγινε ποτέ στο χώρο της Αθλητικής Αεροπορίας, το ΑΚΤ (Αεραθλητικό Κέντρο Τριπόλεως). Εκεί μαθητές και μαθήτριες από όλα τα γυμνάσια της χώρας φιλοξενούνταν για 25 μέρες δωρεάν και δάσκαλοι σαν τον Πέτρο τούς μάθαιναν να πετάνε ανεμόπτερο, χωρίς να πληρώσουν, γιατί το Κέντρο το επιχορηγούσε η Πολεμική Αεροπορία. Στα χρόνια μετά το ’60 η εκπαίδευση γινόταν με επιχορηγήσεις από το Υπουργείο Μεταφορών, οι οποίες, όμως, κόπηκαν πριν από χρόνια, γιατί δε γίνεται τα κοράκια να προσέχουν γλαράκια.
Θα χρειάζονταν τόμοι κι εκατοντάδες ώρες δουλειάς για να περιγράψω τις όμορφες ώρες που περάσαμε με το δάσκαλό μου και τους άλλους που με/μας φρόντισαν εκείνη τη μελένια εποχή. Δεν ξεχνώ πρόσωπα και ονόματα. Γιώργος Πένσκε, Σπύρος Παναγώτας, Παύλος Αργυράκης, Νίκος Μαυρομμάτης, Φώτης Κατζούρος, Μπράτσο Ούζελατς... Κάποιοι δεν είναι πια κοντά μας, άλλοι είναι εδώ, αλλά μακριά από το άθλημα, ένας, δύο (και εγώ!) επιμένουν ακόμα.
Πώς αποκάλεσα την εποχή; Μελένια; Κάτι παραπάνω από γλυκιά ήταν. Ζεστή, δημιουργική, γεμάτη ομορφιά που δεν αναδυόταν μόνο από την ποιότητα των προσώπων και το σχήμα των σκαφών που πετούσαμε, αλλά και από το ίδιο το περιβάλλον. Από την προσμονή της αυγής και την ανατολή σε μια απέραντη πεδιάδα (τα αεροδρόμια είναι πάντα σε... πεδιάδες!) μέχρι τα δειλινά που έμοιαζαν να αρχίζουν, αλλά να μην τελειώνουν, παρά μόνο όταν η νύχτα άπλωνε για τα καλά το μαύρο της πέπλο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόμασταν νύχτα στη ζεστή πίστα, για να δούμε το γαλαξία και τους αστερισμούς, να πούμε ποιο άστρο είναι ποιο, να ανακαλύψουμε νεφελώματα και υπερκαινοφανείς. Τη δεκαετία του ’50 η νύχτα ήταν αληθινή, αφού η φωτορύπανση ήταν άγνωστη.
Και τα άλλα βράδια, που βγαίναμε στην πόλη; Εκεί να δείτε περηφάνια! Καμαρώναμε σαν «γύφτικα σκεπάρνια» (και δε δίνω μία, αν η φράση υποκρύπτει ρατσιστικό υπονοούμενο - έτσι μιλούσαν οι άνθρωποι τότε, έτσι συμπεριφερόμασταν, έτσι το γράφω). Πάνω-κάτω στο νυφοπάζαρο στην πλατεία μπροστά στο ξενοδοχείο «Μαίναλον», για να ρίξουμε τις όμορφες που μας κοιτούσαν, έτσι ψηλοί και αδύνατοι που ήμασταν, μέσα στα αεροπορικά τζάκετ και στη σιγουριά που «έτρεχε απ’ τα μπατζάκια μας»! Και πώς να μην... Δεν ήταν και μικρό πράγμα αμούστακοι 16άρηδες να πετάμε πάνω απ’ τις πεδιάδες και τα βουνά της Αρκαδίας. Οι εμπειρίες μάς χάραξαν. Οι πτήσεις στα θερμικά και τα δυναμικά δίπλα σε αϊτούς (δεν τους είχαν εξοντώσει με φυτοφάρμακα, δεν τους είχαν σκοτώσει οι νεάντερνταλ κυνηγοί) είχαν κάνει τ’ αγόρια άντρες και τις κοπελιές bitches, mothers, children, lovers, όπως λέει και η παλιά ροκιά.
Όταν είχαμε κανένα φράγκο, χτυπάγαμε μιλφέιγ στο «Μαίναλο» και πηγαίναμε σινεμά να δούμε Τζακ Πάλανς και Τζον Γουέιν. Όπως λέει ο Ρουμελιώτης, ήμασταν «και γαμώ τα παιδιά» και όχι φλώροι, τσόγλανοι, χουλιγκάνοι - προϊόντα του Mall και του Village, όπως πολλοί απ’ τους μαμάκηδες 16άρηδες που ξέρω, οι οποίοι φοβούνται όχι να πετάξουν, αλλά ακόμα και να καβαλήσουν μια cross.
Οι γονείς μας; Οι περισσότεροι, μεροκαματιάρηδες, φτωχοί. Δούλευαν για τον επιούσιο. Ήλιο με ήλιο. Πού καιρό για «ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού», αμερικανιές για «παραβατικές συμπεριφορές», σχόλια για «το κράτος που δε δίνει τα απαραίτητα εφόδια ώστε να αναπτυχθεί η προσωπικότητα του παιδιού»; Τα παιδιά μεγάλωναν μόνο με τα όνειρά τους και η αρχή τους ήταν «αν θέλεις κάτι πολύ, πήγαινε πάρ’ το». Μόνος σου. Με τη δική σου θέληση, τις δικές σου δυνάμεις. Όχι όπως τώρα, που ένα κατεβατό προφάσεων έχει κάνει τα (περισσότερα) παιδιά βλίτα και τους περισσότερους γονείς γλάστρες σε εκπομπές τυχερών παιχνιδιών.
Οι δάσκαλοί μας; Να κόψω τώρα τις φλέβες μου; Αν είναι αυτές οι φάτσες που βλέπω να παίζουν ξύλο με τους μπάτσους έξω απ’ το Yπουργείο (Α)Παιδείας, τότε δεν υπάρχει ελπίδα. Οι άλλοι, που πονάνε και πασχίζουν, που βάζουν στους μαθητές άσκηση τον «Ερωτόκριτο» και τα ποιήματα του Σεφέρη (τους ανακαλύπτω στο Διαδίκτυο, κάθε φορά που ψάχνω να βρω κάτι), οι Δάσκαλοι του Γένους, είναι χαμένοι στη βρόμα των αποχωρητηρίων του Λυκείου Αμαρύνθου - και κάθε «αμαρύνθου» στην επικράτεια. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει χώρος. Η χώρα που έκανε το χώρο γύρω απ’ το Ζάππειο Μέγαρο «πάρκινγκ» για τα 4x4, τις «Μερσεντέ», τα «Καγιέ», τις «Μπέμπες» και τις «Πόρσε» της φυλής των Χυδαίων δεν έχει χώρο για τους Δασκάλους με κεφαλαίο Δ. Εδώ επικρατούν τύποι και τύπισσες που απεργούν έξι μήνες για να πάρουν 200 ευρώ, διότι, όπως λένε, «θα κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους»!! Με δύο ή και τρία θαυμαστικά, γιατί ο θείος μου ο Δημήτρης ζούσε με «τρεις κι εξήντα» κι εκτελούσε την αποστολή του όχι απλώς καλά, αλλά θαυμάσια, που να πάρει και να σηκώσει όσους προδίδουν το Λειτούργημα.
Έχω κι άλλα...
Για την εικόνα της Γης από ψηλά. Για τις πεδιάδες, τα δάση και τα βουνά. Σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, του κίτρινου και του πορτοκαλί, ανάλογα με την εποχή. Δεμένος στη θέση του πιλότου, φορώντας ένα (σχισμένο) πουκάμισο και το αλεξίπτωτό μου, πετούσα από δέκα έως δεκαπέντε φορές την ημέρα με τους εκπαιδευτές μου ή μόνος. Και ονειρευόμουν το μέλλον, τα πράγματα που ήθελα να κάνω. Όταν δεν πετούσα, διάβαζα. Ό,τι είχε σχέση με την αεροπορία, τις κατασκευές. Μελετούσα μετεωρολογία, διάβαζα τον καιρό, μάθαινα τα σύννεφα, ρούφαγα τη ζωή, αντί για το φραπόγαλο, και γαμώ τα ρομποτάκια που διαχειρίζονται τις τύχες τη χώρας, που -εκτός από τρεις, τέσσερις εξαιρέσεις- φρόντισαν να δολοφονήσουν, πατήσουν, λιώσουν, διαλύσουν καθετί που έχει σχέση με το δικό μου κόσμο, αλλά και με τους κόσμους άλλων νέων (και μεγάλων) που πιστεύουν ότι το Hummer ΙΙ δε σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, απλώς μαλάκα.
Ύστερα από 36 χρόνια στις εκδόσεις, με το ρολόι να μετράει αντίστροφα και με όλα όσα δυσάρεστα συνέβησαν τα τελευταία πέντε χρόνια, αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω για εκείνους που προσπαθούν, προσφέρουν, νοιάζονται και, τελικά, καταλήγουν να χαρακτηρίζονται γραφικοί από τα σκυλιά που μετέβαλαν και τη χώρα σε στάνη ευτυχισμένων ή αλλόφρονων προβάτων. Αναφέρομαι στον Πέτρο, γιατί ήταν ο άνθρωπος που μου μίλησε για πράγματα που στην πέτρινη δεκαετία του ’50 ένας 16άρης δε θα μάθαινε ποτέ. Από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι το Λουντέμη, το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» και άλλες ταινίες του Αϊζενστάιν. Για ανθρώπους και καταστάσεις που τα υποπροϊόντα του «Κλικ» δεν έχουν καν φανταστεί ότι υπάρχουν.
Δε θα ξεχάσω τους καυγάδες για το παρόν και το μέλλον του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σκληρός μαρξιστής-κομμουνιστής ο Δάσκαλος. Αμφισβητίας, επαναστάτης και μέγας ταραχοποιός ο Μαθητής, που έβλεπε (και αργότερα έγραφε) ότι το σύστημα που εφαρμοζόταν στην ΕΣΣΔ και στα κράτη του ανατολικού μπλοκ «έμπαζε».
Ο καιρός πέρασε και, δυστυχώς, ο μαθητής δικαιώθηκε. Ο «υπαρκτός» έδωσε τη θέση του στο δολοφονικό καπιταλισμό. Ο γλάρος Φλέτσερ στις συνδικάλες που βαράνε και στους «μαθητές» που κάνουν κατάληψη για να κάψουν και να γαμήσουν.
Πριν κάποιος εκτοξεύσει την κατηγορία περί συντηρητισμού και μη κατανόησης των «προβλημάτων των παιδιών», να υπενθυμίσω ότι τα όσα κάναμε/έκανα στα μαθητικά μας/μου χρόνια, τα υποπροϊόντα της εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης» δεν τα έχουν δει ούτε στον ύπνο τους. Έχω γράψει ότι με έδιωξαν από πέντε (5) γυμνάσια και ότι τέλειωσα το 2ο στην Αχαρνών με βαθμό 10,5 και διαγωγή «κοσμία».
Όμως...
Πίσω απ’ την αμφισβήτηση υπήρχε (και ακόμα υπάρχει) η απόφαση να μην αφήσω κανένα μαλάκα να προσβάλει την προσωπική μου αξιοπρέπεια. Για να το πετύχεις, πρέπει, εκτός από το να αμφισβητείς τους πάντες και τα πάντα, να φτιάχνεις, να γεννάς, να δημιουργείς, να ορμάς. Και, για να τα κάνεις, δεν έχεις κανέναν ανάγκη, εκτός, ίσως, από κάποιον που θα σου ανοίξει την πόρτα και θα σου δείξει το δρόμο. Όλα τα άλλα, από τα σπασμένα τζάμια στην τάξη μέχρι τη βίδα του καλοριφέρ που... πετάχτηκε και «τα παιδιά κινδύνευσαν να καούν» είναι μαλακίες για τεμπέληδες, επιφανείς κακομαθημένους και μαμάκηδες.
Αν είστε νέοι και διαβάζετε αυτές τις αράδες, φροντίστε να βρείτε (γρήγορα) το δικό σας Δάσκαλο. Για το δικό μου σας είπα. Δεν είπα για τις πετομηχανές, αλλά πού να τις ξέρετε τώρα; Αν σας μιλούσα για κανέναν ποδοσφαιριστή, ίσως με καταλαβαίνατε, ναι. Για την ιστορία, αναφέρω μερικές που θυμάμαι... «Γλαράκι», Zoeglin, Roda, Chavcka, Bocian, ASK 21, Mosquito και Grob. Δε σας λέω για τις άλλες, τις μηχανοκίνητες όπως τα F-4, F-104, F-16, Mirage, Sukhoi, MiG, Alphajet κτλ., γιατί θα πείτε ότι κάνω τον... έξυπνο.
Τίθεται το ερώτημα...
Υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι;
Και βέβαια υπάρχουν, μόνο που είναι μερικές εκατοντάδες. Σπαρμένοι σε σχολεία και ΑΕΙ σε όλην τη χώρα. Μερικούς ανέφερα σε προηγούμενο «Εν Λευκώ», χωρίς να ιδρώσει το αυτί κανενός από τους ληστές που διαχειρίζονται (και κατασπαράσσουν) τα εκατομμύρια από τους φόρους που πληρώνει ο λαός και τα δισ. που παίρνουμε από τα «πακέτα» της ΕΕ. Το χειρότερο δεν είναι αυτό, αλλά το γεγονός ότι δεν ίδρωσε το αυτί νέου! Ούτε ένα e-mail να ρωτάει πού και πώς μπορεί να μάθει να πετάει.
Τα ίδια (και χειρότερα) με το μηχανοκίνητο αθλητισμό. Η απόλυτη αδιαφορία, σε συνδυασμό με την απόλυτη καφρίλα, και το αποτέλεσμα είναι -πάλι εκτός λίγων εξαιρέσεων- μια γενιά που όχι μόνο δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει και να κατασκευάσει κάτι, αλλά δεν είναι ικανή να καρφώσει ούτε... πρόκα!
Γι’ αυτό και, σύμφωνα με έρευνα του Παντείου, τα «παιδιά» στρέφονται προς την... εκκλησία και το στρατό! Και καλά να είχαμε Εκκλησία και Στρατό. Θα καταλάβαινα γιατί ένας νέος θέλει να υπηρετήσει, ας πούμε, την Καθολική Εκκλησία. Το μέλλον του θα ήταν εξασφαλισμένο, αφού, εκτός από καρδινάλιος στην Καποτία, τις ΗΠΑ, την Πολωνία και αλλού, μπορεί να γίνει υπάλληλος της Banco di Santo Spirito και άλλων τραπεζών του Βατικανού, αλλά και «προσηλυτιστής» σε αποικία ιθαγενών. Στην Ελλάδα τι θα γίνει; Χριστόδουλος ή παπα-Τσάκαλος;
Ούτε μισό αυτοκίνητο σε αυτό το «Εν Λευκώ». Δεν πειράζει. Ίσως στο επόμενο να γράψω κάτι για την αυτοκινούμενη χυδαιότητα του πάρκινγκ στο Ζάππειο ή για τη σχεδίαση των φωτιστικών σωμάτων στη νέα Mercedes SLK._ K. K.